ἔπιπτεν

ἔπιπτεν
падал

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ἔπιπτεν" в других словарях:

  • ἔπιπτεν — ἔπῑπτεν , πίπτω Exc. ex libris Herodiani imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήγρετος — νήγρετος, ον (Α) 1. (σπάν. για πρόσ.) αυτός που δεν μπορεί να σηκωθεί ή που δεν σηκώθηκε 2. (για ύπνο) βαρύς, βαθύς («καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, νήγρετος ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. (μαζί με το ύπνος)… …   Dictionary of Greek

  • παρακεκλιμένως — Α επίρρ. 1. με παρέκκλιση από την αλήθεια, παρά την αλήθεια, απατηλά, παρακλιδόν* 2. πλάγια, προς το άλλο μέρος («παρακεκλιμένως ἔπιπτεν», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκλιμένος τού παρακλίνω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»